αναληθής
Greek
Declension
Declension of αναληθής
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναληθής • | αναληθής • | αναληθές • | αναληθείς • | αναληθείς • | αναληθή • |
genitive | αναληθούς • | αναληθούς • | αναληθούς • | αναληθών • | αναληθών • | αναληθών • |
accusative | αναληθή • | αναληθή • | αναληθές • | αναληθείς • | αναληθείς • | αναληθή • |
vocative | αναληθή • / αναληθής • | αναληθής • | αναληθές • | αναληθείς • | αναληθείς • | αναληθή • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναληθής, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναληθής, etc.) |
Synonyms
- ψευδολόγος (psevdológos)
Related terms
- αναλήθεια f (analítheia, “lie, untruth”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.