αναζωογονητικός
Greek
Adjective
αναζωογονητικός • (anazoogonitikós) m (feminine αναζωογονητική, neuter αναζωογονητικό)
- revitalising (UK), revitalizing (US), invigorating
Declension
Declension of αναζωογονητικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναζωογονητικός • | αναζωογονητική • | αναζωογονητικό • | αναζωογονητικοί • | αναζωογονητικές • | αναζωογονητικά • |
genitive | αναζωογονητικού • | αναζωογονητικής • | αναζωογονητικού • | αναζωογονητικών • | αναζωογονητικών • | αναζωογονητικών • |
accusative | αναζωογονητικό • | αναζωογονητική • | αναζωογονητικό • | αναζωογονητικούς • | αναζωογονητικές • | αναζωογονητικά • |
vocative | αναζωογονητικέ • | αναζωογονητική • | αναζωογονητικό • | αναζωογονητικοί • | αναζωογονητικές • | αναζωογονητικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναζωογονητικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναζωογονητικός, etc.) |
Related terms
- αναζωογόνηση f (anazoogónisi, “revival”)
- and see: αναζωογονώ (anazoogonó, “revitilise”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.