αναίσθητος
Greek
Adjective
αναίσθητος • (anaísthitos) m (feminine αναίσθητη, neuter αναίσθητο)
- unconscious, insensible, senseless
- (figurative) callous, unfeeling
Declension
Declension of αναίσθητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναίσθητος • | αναίσθητη • | αναίσθητο • | αναίσθητοι • | αναίσθητες • | αναίσθητα • |
genitive | αναίσθητου • | αναίσθητης • | αναίσθητου • | αναίσθητων • | αναίσθητων • | αναίσθητων • |
accusative | αναίσθητο • | αναίσθητη • | αναίσθητο • | αναίσθητους • | αναίσθητες • | αναίσθητα • |
vocative | αναίσθητε • | αναίσθητη • | αναίσθητο • | αναίσθητοι • | αναίσθητες • | αναίσθητα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναίσθητος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναίσθητος, etc.) |
Antonyms
- ανάρκωτος (anárkotos, “not anaesthetised”)
Related terms
- αναισθησία f (anaisthisía, “anaesthesia”)
- αναισθησιολογία f (anaisthisiología, “anaesthesiology”)
- αναισθησιολόγος m or f (anaisthisiológos, “anaesthesiologist”)
- αναισθητικό n (anaisthitikó, “anaesthetic”)
- αναισθητικός (anaisthitikós, “anaesthetic”, adjective)
- αναισθητοποίηση f (anaisthitopoíisi, “anaesthetisation”)
- αναισθητοποιώ (anaisthitopoió, “to anaesthetise”)
- αναισθητώ (anaisthitó, “to anaesthetise”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.