αμεταπούλητος
Greek
Adjective
αμεταπούλητος • (ametapoúlitos) m (feminine αμεταπούλητη, neuter αμεταπούλητο)
Declension
Declension of αμεταπούλητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμεταπούλητος • | αμεταπούλητη • | αμεταπούλητο • | αμεταπούλητοι • | αμεταπούλητες • | αμεταπούλητα • |
genitive | αμεταπούλητου • | αμεταπούλητης • | αμεταπούλητου • | αμεταπούλητων • | αμεταπούλητων • | αμεταπούλητων • |
accusative | αμεταπούλητο • | αμεταπούλητη • | αμεταπούλητο • | αμεταπούλητους • | αμεταπούλητες • | αμεταπούλητα • |
vocative | αμεταπούλητε • | αμεταπούλητη • | αμεταπούλητο • | αμεταπούλητοι • | αμεταπούλητες • | αμεταπούλητα • |
Related terms
- απούλητος (apoúlitos, “unsold”)
- μεταπουλώ (metapouló, “to resell”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.