αλυσοδεμένος
Greek
Etymology
Perfect participle of αλυσοδένομαι (alysodénomai), passive voice of αλυσοδένω (“to chain”).
Pronunciation
- IPA(key): /a.li.so.ðeˈme.nos/
- Hyphenation: α‧λυ‧σο‧δε‧μέ‧νος
Declension
Declension of αλυσοδεμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλυσοδεμένος • | αλυσοδεμένη • | αλυσοδεμένο • | αλυσοδεμένοι • | αλυσοδεμένες • | αλυσοδεμένα • |
genitive | αλυσοδεμένου • | αλυσοδεμένης • | αλυσοδεμένου • | αλυσοδεμένων • | αλυσοδεμένων • | αλυσοδεμένων • |
accusative | αλυσοδεμένο • | αλυσοδεμένη • | αλυσοδεμένο • | αλυσοδεμένους • | αλυσοδεμένες • | αλυσοδεμένα • |
vocative | αλυσοδεμένε • | αλυσοδεμένη • | αλυσοδεμένο • | αλυσοδεμένοι • | αλυσοδεμένες • | αλυσοδεμένα • |
Synonyms
- αλυσόδετος (alysódetos, “chained”)
- αλυσοδέσμιος (alysodésmios, “chained”)
- αλυσόδετος (alysódetos, “chained”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.