ακόρεστος
Greek
Adjective
ακόρεστος • (akórestos) m (feminine ακόρεστη, neuter ακόρεστο)
- insatiable
- Έχει μια ακόρεστη δίψα για γνώση.
- Échei mia akóresti dípsa gia gnósi.
- She has an insatiable thirst for knowledge.
- (chemistry, nutrition) unsaturated (of a solution or a fat)
- ακόρεστα λιπαρά ― akóresta lipará ― unsaturated fat
Declension
Declension of ακόρεστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακόρεστος • | ακόρεστη • | ακόρεστο • | ακόρεστοι • | ακόρεστες • | ακόρεστα • |
genitive | ακόρεστου • | ακόρεστης • | ακόρεστου • | ακόρεστων • | ακόρεστων • | ακόρεστων • |
accusative | ακόρεστο • | ακόρεστη • | ακόρεστο • | ακόρεστους • | ακόρεστες • | ακόρεστα • |
vocative | ακόρεστε • | ακόρεστη • | ακόρεστο • | ακόρεστοι • | ακόρεστες • | ακόρεστα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακόρεστος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακόρεστος, etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.