ακόλλητος
See also: ἀκόλλητος
Greek
Etymology
From Hellenistic Koine Greek ἀκόλλητος.
Pronunciation
- IPA(key): /aˈko.li.tos/
- Hyphenation: α‧κόλ‧λη‧τος
- Homophone: ακώλυτος (akólytos) ("unobstracted")
Adjective
ακόλλητος • (akóllitos) m (feminine ακόλλητη, neuter ακόλλητο)
Declension
Declension of ακόλλητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακόλλητος • | ακόλλητη • | ακόλλητο • | ακόλλητοι • | ακόλλητες • | ακόλλητα • |
genitive | ακόλλητου • | ακόλλητης • | ακόλλητου • | ακόλλητων • | ακόλλητων • | ακόλλητων • |
accusative | ακόλλητο • | ακόλλητη • | ακόλλητο • | ακόλλητους • | ακόλλητες • | ακόλλητα • |
vocative | ακόλλητε • | ακόλλητη • | ακόλλητο • | ακόλλητοι • | ακόλλητες • | ακόλλητα • |
Synonyms
- ξεκολλημένος (xekolliménos, “unstuck”, participle)
Antonyms
- κολλητός (kollitós)
- κολλημένος (kolliménos, participle)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.