κολλημένος
Greek
Etymology
Perfect participle of κολλιέμαι (kolliémai), passive voice of κολλάω/κολλώ (“I glue”).
Pronunciation
- IPA(key): /ko.liˈme.nos/
- Hyphenation: κολ‧λη‧μέ‧νος
Participle
κολλημένος • (kolliménos) m (feminine κολλημένη, neuter κολλημένο)
Declension
Declension of κολλημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κολλημένος • | κολλημένη • | κολλημένο • | κολλημένοι • | κολλημένες • | κολλημένα • |
genitive | κολλημένου • | κολλημένης • | κολλημένου • | κολλημένων • | κολλημένων • | κολλημένων • |
accusative | κολλημένο • | κολλημένη • | κολλημένο • | κολλημένους • | κολλημένες • | κολλημένα • |
vocative | κολλημένε • | κολλημένη • | κολλημένο • | κολλημένοι • | κολλημένες • | κολλημένα • |
Antonyms
- ξεκολλημένος (xekolliménos, “unstuck”, participle)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.