ακατάληπτος
See also: ἀκατάληπτος
Greek
Declension
Declension of ακατάληπτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακατάληπτος • | ακατάληπτη • | ακατάληπτο • | ακατάληπτοι • | ακατάληπτες • | ακατάληπτα • |
genitive | ακατάληπτου • | ακατάληπτης • | ακατάληπτου • | ακατάληπτων • | ακατάληπτων • | ακατάληπτων • |
accusative | ακατάληπτο • | ακατάληπτη • | ακατάληπτο • | ακατάληπτους • | ακατάληπτες • | ακατάληπτα • |
vocative | ακατάληπτε • | ακατάληπτη • | ακατάληπτο • | ακατάληπτοι • | ακατάληπτες • | ακατάληπτα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακατάληπτος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακατάληπτος, etc.) |
Synonyms
- ακαταλαβίστικος (akatalavístikos)
- ακατανόητος (akatanóitos)
- δυσνόητος (dysnóitos)
Related terms
- ακατάληπτα n pl (akatálipta, “jargon”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.