αισιόδοξος
Greek
Adjective
αισιόδοξος • (aisiódoxos) m (feminine αισιόδοξη, neuter αισιόδοξο)
- optimistic
- Είμαι γενικά αισιόδοξος.
- Eímai geniká aisiódoxos.
- I am generally optimistic.
Declension
Declension of αισιόδοξος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αισιόδοξος • | αισιόδοξη • | αισιόδοξο • | αισιόδοξοι • | αισιόδοξες • | αισιόδοξα • |
genitive | αισιόδοξου • | αισιόδοξης • | αισιόδοξου • | αισιόδοξων • | αισιόδοξων • | αισιόδοξων • |
accusative | αισιόδοξο • | αισιόδοξη • | αισιόδοξο • | αισιόδοξους • | αισιόδοξες • | αισιόδοξα • |
vocative | αισιόδοξε • | αισιόδοξη • | αισιόδοξο • | αισιόδοξοι • | αισιόδοξες • | αισιόδοξα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αισιόδοξος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αισιόδοξος, etc.) |
Declension
declension of αισιόδοξος
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αισιόδοξος • | αισιόδοξοι • |
genitive | αισιόδοξου • | αισιόδοξων • |
accusative | αισιόδοξο • | αισιόδοξους • |
vocative | αισιόδοξε • | αισιόδοξοι • |
Synonyms
- οπτιμιστής (optimistḗs, “optimist”)
Antonyms
- απαισιόδοξος (apaisiódoxos, “pessimistic”)
- πεσιμιστής (pesimistḗs, “pessimist”)
Derived terms
- see: αισιοδοξία f (aisiodoxía, “optimism”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.