αθεόφοβος
Greek
Adjective
αθεόφοβος • (atheófovos) m (feminine αθεόφοβη, neuter αθεόφοβο)
Declension
Declension of αθεόφοβος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αθεόφοβος • | αθεόφοβη • | αθεόφοβο • | αθεόφοβοι • | αθεόφοβες • | αθεόφοβα • |
genitive | αθεόφοβου • | αθεόφοβης • | αθεόφοβου • | αθεόφοβων • | αθεόφοβων • | αθεόφοβων • |
accusative | αθεόφοβο • | αθεόφοβη • | αθεόφοβο • | αθεόφοβους • | αθεόφοβες • | αθεόφοβα • |
vocative | αθεόφοβε • | αθεόφοβη • | αθεόφοβο • | αθεόφοβοι • | αθεόφοβες • | αθεόφοβα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αθεόφοβος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αθεόφοβος, etc.) |
Antonyms
- θεόφοβος (theófovos, “God-fearing”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.