αεράτος
Greek
Adjective
Declension
Declension of αεράτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αεράτος • | αεράτη • | αεράτο • | αεράτοι • | αεράτες • | αεράτα • |
genitive | αεράτου • | αεράτης • | αεράτου • | αεράτων • | αεράτων • | αεράτων • |
accusative | αεράτο • | αεράτη • | αεράτο • | αεράτους • | αεράτες • | αεράτα • |
vocative | αεράτε • | αεράτη • | αεράτο • | αεράτοι • | αεράτες • | αεράτα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αεράτος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αεράτος, etc.) |
Related terms
- see: αερο- (aero-)
See also
- αεριούχος (aerioúchos, “fizzy, aerated”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.