αδιόρθωτος
Greek
Adjective
αδιόρθωτος • (adiórthotos) m (feminine αδιόρθωτη, neuter αδιόρθωτο)
- uncorrected
- unreformable
- incorrigible (unreformably depraved)
- (rarely) irreparable
Declension
Declension of αδιόρθωτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδιόρθωτος • | αδιόρθωτη • | αδιόρθωτο • | αδιόρθωτοι • | αδιόρθωτες • | αδιόρθωτα • |
genitive | αδιόρθωτου • | αδιόρθωτης • | αδιόρθωτου • | αδιόρθωτων • | αδιόρθωτων • | αδιόρθωτων • |
accusative | αδιόρθωτο • | αδιόρθωτη • | αδιόρθωτο • | αδιόρθωτους • | αδιόρθωτες • | αδιόρθωτα • |
vocative | αδιόρθωτε • | αδιόρθωτη • | αδιόρθωτο • | αδιόρθωτοι • | αδιόρθωτες • | αδιόρθωτα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αδιόρθωτος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αδιόρθωτος, etc.) |
Coordinate terms
- αμεταρρύθμιστος (ametarrýthmistos, “unreformed”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.