αδελφωμένος
Greek
Alternative forms
- αδερφωμένος (aderfoménos) (less formal variant)
Etymology
Perfect participle of αδελφώνομαι (adelfónomai), passive voice of αδελφώνω (“fraternise”).
Pronunciation
- IPA(key): /a.ðel.foˈme.nos/
- Hyphenation: α‧δελ‧φω‧μέ‧νος
Participle
αδελφωμένος • (adelfoménos) m (feminine αδελφωμένη, neuter αδελφωμένο)
- fraternised (UK), fraternized (USA)
Declension
Declension of αδελφωμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδελφωμένος • | αδελφωμένη • | αδελφωμένο • | αδελφωμένοι • | αδελφωμένες • | αδελφωμένα • |
genitive | αδελφωμένου • | αδελφωμένης • | αδελφωμένου • | αδελφωμένων • | αδελφωμένων • | αδελφωμένων • |
accusative | αδελφωμένο • | αδελφωμένη • | αδελφωμένο • | αδελφωμένους • | αδελφωμένες • | αδελφωμένα • |
vocative | αδελφωμένε • | αδελφωμένη • | αδελφωμένο • | αδελφωμένοι • | αδελφωμένες • | αδελφωμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αδελφωμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αδελφωμένος, etc.) |
Related terms
- see: αδελφός m (adelfós, “brother”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.