αγγελικός
Greek
Declension
Declension of αγγελικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγγελικός • | αγγελική • | αγγελικό • | αγγελικοί • | αγγελικές • | αγγελικά • |
genitive | αγγελικού • | αγγελικής • | αγγελικού • | αγγελικών • | αγγελικών • | αγγελικών • |
accusative | αγγελικό • | αγγελική • | αγγελικό • | αγγελικούς • | αγγελικές • | αγγελικά • |
vocative | αγγελικέ • | αγγελική • | αγγελικό • | αγγελικοί • | αγγελικές • | αγγελικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αγγελικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αγγελικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγγελικότερος • | αγγελικότερη • | αγγελικότερο • | αγγελικότεροι • | αγγελικότερες • | αγγελικότερα • |
genitive | αγγελικότερου • | αγγελικότερης • | αγγελικότερου • | αγγελικότερων • | αγγελικότερων • | αγγελικότερων • |
accusative | αγγελικότερο • | αγγελικότερη • | αγγελικότερο • | αγγελικότερους • | αγγελικότερες • | αγγελικότερα • |
vocative | αγγελικότερε • | αγγελικότερη • | αγγελικότερο • | αγγελικότεροι • | αγγελικότερες • | αγγελικότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αγγελικότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγγελικότατος • | αγγελικότατη • | αγγελικότατο • | αγγελικότατοι • | αγγελικότατες • | αγγελικότατα • |
genitive | αγγελικότατου • | αγγελικότατης • | αγγελικότατου • | αγγελικότατων • | αγγελικότατων • | αγγελικότατων • |
accusative | αγγελικότατο • | αγγελικότατη • | αγγελικότατο • | αγγελικότατους • | αγγελικότατες • | αγγελικότατα • |
vocative | αγγελικότατε • | αγγελικότατη • | αγγελικότατο • | αγγελικότατοι • | αγγελικότατες • | αγγελικότατα • |
Synonyms
- αγγελόμορφος (angelómorfos)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.