αγανακτισμένος
Greek
Alternative forms
- αγαναχτισμένος (aganachtisménos) (less formal variant)
Etymology
Passive perfect participle of αγανακτώ (aganaktó, “to be outraged”), a verb without passive forms. The expected form of participle would be *αγανακτημένος, but the form -ισμένος prevailed (as though from the -ίζω ending verbs; like ορίζω)
Pronunciation
- IPA(key): /a.ɣa.na.ktiˈzme.nos/
- Hyphenation: α‧γα‧να‧κτι‧σμέ‧νος
Participle
αγανακτισμένος • (aganaktisménos) m (feminine αγανακτισμένη, neuter αγανακτισμένο)
Declension
Declension of αγανακτισμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγανακτισμένος • | αγανακτισμένη • | αγανακτισμένο • | αγανακτισμένοι • | αγανακτισμένες • | αγανακτισμένα • |
genitive | αγανακτισμένου • | αγανακτισμένης • | αγανακτισμένου • | αγανακτισμένων • | αγανακτισμένων • | αγανακτισμένων • |
accusative | αγανακτισμένο • | αγανακτισμένη • | αγανακτισμένο • | αγανακτισμένους • | αγανακτισμένες • | αγανακτισμένα • |
vocative | αγανακτισμένε • | αγανακτισμένη • | αγανακτισμένο • | αγανακτισμένοι • | αγανακτισμένες • | αγανακτισμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αγανακτισμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αγανακτισμένος, etc.) |
Related terms
- see: αγανάκτηση f (aganáktisi, “outrage”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.