ψυχολογικός
Greek
Etymology
Learned borrowing from French psychologique, from psycholog(ie) + -ique, i.e. ψυχολογ(ία) f (psycholog(ía), “psychology”) + -ικός (-ikós).[1]
Pronunciation
- IPA(key): /psi.xo.lo.ʝiˈkos/
- Hyphenation: ψυ‧χο‧λο‧γι‧κός
- Homophone: ψυχολογικώς (psychologikós)
Declension
Declension of ψυχολογικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ψυχολογικός • | ψυχολογική • | ψυχολογικό • | ψυχολογικοί • | ψυχολογικές • | ψυχολογικά • |
genitive | ψυχολογικού • | ψυχολογικής • | ψυχολογικού • | ψυχολογικών • | ψυχολογικών • | ψυχολογικών • |
accusative | ψυχολογικό • | ψυχολογική • | ψυχολογικό • | ψυχολογικούς • | ψυχολογικές • | ψυχολογικά • |
vocative | ψυχολογικέ • | ψυχολογική • | ψυχολογικό • | ψυχολογικοί • | ψυχολογικές • | ψυχολογικά • |
Related terms
- see: ψυχολογία f (psychología, “psychology”)
See also
- λογικός (logikós, “rational”)
References
- ψυχολογικός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.