χωριάτικος
Greek
Adjective
χωριάτικος • (choriátikos) m (feminine χωριάτικη, neuter χωριάτικο)
- rural, country, rustic
- χωριάτικο λουκάνικο ― choriátiko loukániko ― rustic sausage
- home cooked
- (derogatory) provincial
Declension
Declension of χωριάτικος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | χωριάτικος • | χωριάτικη • | χωριάτικο • | χωριάτικοι • | χωριάτικες • | χωριάτικα • |
genitive | χωριάτικου • | χωριάτικης • | χωριάτικου • | χωριάτικων • | χωριάτικων • | χωριάτικων • |
accusative | χωριάτικο • | χωριάτικη • | χωριάτικο • | χωριάτικους • | χωριάτικες • | χωριάτικα • |
vocative | χωριάτικε • | χωριάτικη • | χωριάτικο • | χωριάτικοι • | χωριάτικες • | χωριάτικα • |
Related terms
- χωριάτικη σαλάτα f (choriátiki saláta, “Greek salad”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.