χρηματιστήριο
Greek
Etymology
From Koine Greek χρηματιστήριον (khrēmatistḗrion).
Declension
declension of χρηματιστήριο
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | χρηματιστήριο • | χρηματιστήρια • |
genitive | χρηματιστηρίου •, χρηματιστήριου • | χρηματιστηρίων • |
accusative | χρηματιστήριο • | χρηματιστήρια • |
vocative | χρηματιστήριο • | χρηματιστήρια • |
Further reading
- χρηματιστήριο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.