χλωριούχος
Greek
Adjective
χλωριούχος • (chlorioúchos) m (feminine χλωριούχος or χλωριούχα, neuter χλωριούχο)
Declension
Declension of χλωριούχος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | χλωριούχος • | χλωριούχος • / χλωριούχα • | χλωριούχο • | χλωριούχοι • | χλωριούχοι • / χλωριούχες • | χλωριούχα • |
genitive | χλωριούχου • | χλωριούχου • / χλωριούχας • | χλωριούχου • | χλωριούχων • | χλωριούχων • | χλωριούχων • |
accusative | χλωριούχο • | χλωριούχο • / χλωριούχα • | χλωριούχο • | χλωριούχους • | χλωριούχους • / χλωριούχες • | χλωριούχα • |
vocative | χλωριούχε • | χλωριούχε • / χλωριούχα • | χλωριούχο • | χλωριούχοι • | χλωριούχοι • / χλωριούχες • | χλωριούχα • |
Further reading
- χλωριούχος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.