χειροκτιοποιός
Greek
Noun
χειροκτιοποιός • (cheiroktiopoiós) m or f (plural χειροκτιοποιοί)
- (obsolete) glover, glovemaker
Declension
declension of χειροκτιοποιός
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | χειροκτιοποιός • | χειροκτιοποιοί • |
genitive | χειροκτιοποιού • | χειροκτιοποιών • |
accusative | χειροκτιοποιό • | χειροκτιοποιούς • |
vocative | χειροκτιοποιέ • | χειροκτιοποιοί • |
Coordinate terms
- γάντι n (gánti, “glove”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.