χειροκίνητος
Greek
Adjective
χειροκίνητος • (cheirokínitos) m (feminine χειροκίνητη, neuter χειροκίνητο)
Declension
Declension of χειροκίνητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | χειροκίνητος • | χειροκίνητη • | χειροκίνητο • | χειροκίνητοι • | χειροκίνητες • | χειροκίνητα • |
genitive | χειροκίνητου • | χειροκίνητης • | χειροκίνητου • | χειροκίνητων • | χειροκίνητων • | χειροκίνητων • |
accusative | χειροκίνητο • | χειροκίνητη • | χειροκίνητο • | χειροκίνητους • | χειροκίνητες • | χειροκίνητα • |
vocative | χειροκίνητε • | χειροκίνητη • | χειροκίνητο • | χειροκίνητοι • | χειροκίνητες • | χειροκίνητα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.