χαλαρωτικός
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /xa.la.ɾo.tiˈkos/
- Hyphenation: χα‧λα‧ρω‧τι‧κός
Adjective
χαλαρωτικός • (chalarotikós) m (feminine χαλαρωτική, neuter χαλαρωτικό)
- relaxing (helping to relax)
Declension
Declension of χαλαρωτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | χαλαρωτικός • | χαλαρωτική • | χαλαρωτικό • | χαλαρωτικοί • | χαλαρωτικές • | χαλαρωτικά • |
genitive | χαλαρωτικού • | χαλαρωτικής • | χαλαρωτικού • | χαλαρωτικών • | χαλαρωτικών • | χαλαρωτικών • |
accusative | χαλαρωτικό • | χαλαρωτική • | χαλαρωτικό • | χαλαρωτικούς • | χαλαρωτικές • | χαλαρωτικά • |
vocative | χαλαρωτικέ • | χαλαρωτική • | χαλαρωτικό • | χαλαρωτικοί • | χαλαρωτικές • | χαλαρωτικά • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.