φακελάκι
Greek
Noun
φακελάκι • (fakeláki) n (plural φακελάκια)
- Diminutive of φάκελος (fákelos), small envelope, sachet
- (by extension) bribe (offered in a brown envelope)
- Kathimerini, 23 February 2010 (email).
- Αγαπητοί Έλληνες γιατροί, μην απεργήσετε, αλλά φροντίστε τους ασθενείς σας, από ’δω και στο εξής χωρίς να ζητάτε φακελάκι.
- Dear Greek doctors, do not strike, attend to your patients from now without looking for a bribe.
- Αγαπητοί Έλληνες γιατροί, μην απεργήσετε, αλλά φροντίστε τους ασθενείς σας, από ’δω και στο εξής χωρίς να ζητάτε φακελάκι.
- Kathimerini, 23 February 2010 (email).
Declension
declension of φακελάκι
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | φακελάκι • | φακελάκια • |
genitive | φακελακιού • | φακελακιών • |
accusative | φακελάκι • | φακελάκια • |
vocative | φακελάκι • | φακελάκια • |
Coordinate terms
- ρουσφέτι n (rousféti, “bribe”)
Further reading
- φακελάκι on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.