φαινυλαμίνη
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /fe.ni.laˈmi.ni/
- Hyphenation: φαι‧νυ‧λα‧μί‧νη
Noun
φαινυλαμίνη • (fainylamíni) f (plural φαινυλαμίνες)
- (organic chemistry) Alternative name for ανιλίνη (anilíni)
Declension
declension of φαινυλαμίνη
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | φαινυλαμίνη • | φαινυλαμίνες • |
genitive | φαινυλαμίνης • | φαινυλαμινών • |
accusative | φαινυλαμίνη • | φαινυλαμίνες • |
vocative | φαινυλαμίνη • | φαινυλαμίνες • |
Further reading
- Ανιλίνη on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.