υποσιτισμός
Greek
Noun
υποσιτισμός • (ypositismós) m (usually uncountable, plural υποσιτισμοί)
- malnutrition, undernourishment
- Antonym: υπερσιτισμός (ypersitismós)
Declension
declension of υποσιτισμός
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | υπερσιτισμός • | υπερσιτισμοί • |
genitive | υπερσιτισμού • | υπερσιτισμών • |
accusative | υπερσιτισμό • | υπερσιτισμούς • |
vocative | υπερσιτισμέ • | υπερσιτισμοί • |
Further reading
- υποσιτισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- υποσιτισμός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.