τραγουδισμένος
Greek
Alternative forms
- τραγουδημένος (tragoudiménos) (mostly in literature)
Etymology
Unexpected formation of participle, as though from an -ίζω (-ízo) verb. Perfect participle of τραγουδιέμαι (tragoudiémai), passive voice of τραγουδάω, τραγουδώ (“I sing”). The expected participle is the more rare τραγουδημένος (tragoudiménos).
Pronunciation
- IPA(key): /tɾa.ɣu.ðiˈzme.nos/
- Hyphenation: τρα‧γου‧δι‧σμέ‧νος
Declension
Declension of τραγουδισμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τραγουδισμένος • | τραγουδισμένη • | τραγουδισμένο • | τραγουδισμένοι • | τραγουδισμένες • | τραγουδισμένα • |
genitive | τραγουδισμένου • | τραγουδισμένης • | τραγουδισμένου • | τραγουδισμένων • | τραγουδισμένων • | τραγουδισμένων • |
accusative | τραγουδισμένο • | τραγουδισμένη • | τραγουδισμένο • | τραγουδισμένους • | τραγουδισμένες • | τραγουδισμένα • |
vocative | τραγουδισμένε • | τραγουδισμένη • | τραγουδισμένο • | τραγουδισμένοι • | τραγουδισμένες • | τραγουδισμένα • |
Derived terms
- χιλιοτραγουδισμένος (chiliotragoudisménos, “sung for a thousand (many) times”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.