τούτος
Greek
Alternative forms
- ετούτος (etoútos)
Etymology
From Byzantine Greek τοῦτος (toûtos), from Ancient Greek οὗτος (hoûtos, “this”).
Pronunciation
- IPA(key): /ˈtutos/
- Hyphenation: τού‧τος
Determiner
τούτος • (toútos) m (feminine τούτη, neuter τούτο) demonstrative determiner
- (formal) this, this one, that
- Τούτος εδώ είναι ο αδελφός μου. ― Toútos edó eínai o adelfós mou. ― This one here is my brother.
- Πέραν τούτου, η ιδέα δεν είχε νόημα. ― Péran toútou, i idéa den eíche nóima. ― Beyond that, the idea didn't make sense.
- Τούτο μόνο σου ζητώ και τίποτε άλλο. ― Toúto móno sou zitó kai típote állo. ― I ask you only this and nothing else.
Declension
Declension of τούτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τούτος • | τούτη • | τούτο • | τούτοι • | τούτες • | τούτα • |
genitive | τούτου • | τούτης • | τούτου • | τούτων • | τούτων • | τούτων • |
accusative | τούτο • | τούτη • | τούτο • | τούτους • | τούτες • | τούτα • |
vocative | τούτε • | τούτη • | τούτο • | τούτοι • | τούτες • | τούτα • |
notes | Pronouns, without vocative cases. |
Synonyms
- αυτός (aftós, “this”) (more colloquial)
Derived terms
- άλλο πάλι και τούτο (állo páli kai toúto)
- άνευ τούτου (ánef toútou, “without it”)
- επί τούτω (epí toúto, “ad hoc”)
- επί τούτοις (epí toútois, “intentionally”)
- και τούτο και το άλλο (kai toúto kai to állo, “this and that”)
- καλό και τούτο (kaló kai toúto)
- προς τούτο (pros toúto)
- προς τούτοις (pros toútois, “moreover”)
- τούτου δοθέντος (toútou dothéntos, “therefore, ergo”)
- ως εκ τούτου (os ek toútou, “therefore, ergo”)
Further reading
- τούτος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.