τηλεθεαματικότητα
Greek
Noun
τηλεθεαματικότητα • (tiletheamatikótita) f (plural τηλεθεαματικότητες)
- (television) viewership, ratings (number who watched a particular programme)
- Synonyms: θεαματικότητα (theamatikótita), τηλεθέαση (tilethéasi)
- Coordinate terms: (radio) ακροαματικότητα (akroamatikótita), (magazines, etc) αναγνωσιμότητα (anagnosimótita)
Declension
declension of τηλεθεαματικότητα
case \ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | τηλεθεαματικότητα • | τηλεθεαματικότητες • | |
genitive | τηλεθεαματικότητας • | τηλεθεαματικοτήτων • | |
accusative | τηλεθεαματικότητα • | τηλεθεαματικότητες • | |
vocative | τηλεθεαματικότητα • | τηλεθεαματικότητες • | |
The genitive plural is rare |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.