τετραχλωρομεθάνιο
Greek
Noun
τετραχλωρομεθάνιο • (tetrachloromethánio) m (uncountable)
Declension
τετραχλωρομεθάνιο
case \ number | singular |
---|---|
nominative | τετραχλωρομεθάνιο • |
genitive | τετραχλωρομεθανίου • |
accusative | τετραχλωρομεθάνιο • |
vocative | τετραχλωρομεθάνιο • |
Synonyms
- τετραχλωράνθρακας m (tetrachloránthrakas)
Further reading
- τετραχλωρομεθάνιο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.