ταλάντωση
Greek
Noun
ταλάντωση • (talántosi) f (plural ταλαντώσεις)
- (physics) oscillation
- απλή αρμονική ταλάντωση ― aplí armonikí talántosi ― simple harmonic motion
Declension
declension of ταλάντωση
case \ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | ταλάντωση • | ταλαντώσεις • | |
genitive | ταλάντωσης • | ταλαντώσεων • | |
accusative | ταλάντωση • | ταλαντώσεις • | |
vocative | ταλάντωση • | ταλαντώσεις • | |
Older or formal genitive singular: ταλαντώσεως • |
Synonyms
- (oscillation): αιώρηση f (aiórisi)
Derived terms
- απλή αρμονική ταλάντωση f (aplí armonikí talántosi, “simple harmonic motion”)
Further reading
- ταλάντωση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.