σύνθετος
Greek
Adjective
σύνθετος • (sýnthetos) m (feminine σύνθετη, neuter σύνθετο)
Declension
Declension of σύνθετος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σύνθετος • | σύνθετη • | σύνθετο • | σύνθετοι • | σύνθετες • | σύνθετα • |
genitive | σύνθετου • | σύνθετης • | σύνθετου • | σύνθετων • | σύνθετων • | σύνθετων • |
accusative | σύνθετο • | σύνθετη • | σύνθετο • | σύνθετους • | σύνθετες • | σύνθετα • |
vocative | σύνθετε • | σύνθετη • | σύνθετο • | σύνθετοι • | σύνθετες • | σύνθετα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.