συντριβάνι
Greek
Noun
συντριβάνι • (syntriváni) n (plural συντριβάνια)
- Alternative spelling of σιντριβάνι (sintriváni)
Declension
declension of συντριβάνι
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | συντριβάνι • | συντριβάνια • |
genitive | συντριβανιού • | συντριβανιών • |
accusative | συντριβάνι • | συντριβάνια • |
vocative | συντριβάνι • | συντριβάνια • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.