συνάρτηση
Greek
Noun
συνάρτηση • (synártisi) f (plural συναρτήσεις)
- (algebra) function
- τριγωνομετρική συνάρτηση ― trigonometrikí synártisi ― trigonometric function
- interdependence, interrelation
Declension
declension of συνάρτηση
case \ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | συνάρτηση • | συναρτήσεις • | |
genitive | συνάρτησης • | συναρτήσεων • | |
accusative | συνάρτηση • | συναρτήσεις • | |
vocative | συνάρτηση • | συναρτήσεις • | |
Older or formal genitive singular: συναρτήσεως • |
Derived terms
- τριγωνομετρική συνάρτηση f (trigonometrikí synártisi, “trigonometric function”)
Further reading
- συνάρτηση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.