συγκρότημα
Greek
Noun
συγκρότημα • (sygkrótima) n (plural συγκροτήματα)
Declension
declension of συγκρότημα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | συγκρότημα • | συγκροτήματα • |
genitive | συγκροτήματος • | συγκροτημάτων • |
accusative | συγκρότημα • | συγκροτήματα • |
vocative | συγκρότημα • | συγκροτήματα • |
Synonyms
- (music): see: ορχήστρα f (orchístra, “orchestra, band”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.