στρογγυλός
See also: στρογγύλος
Greek
Etymology
From Ancient Greek στρογγύλος (strongúlos), with accent shift by analogy with oxytone words such as ομαλός (omalós), μακρουλός (makroulós).
Adjective
στρογγυλός • (strongylós) m (feminine στρογγυλή, neuter στρογγυλό)
- round
- (phonetics, phonology) rounded
- Antonym: αστρόγγυλος (astróngylos)
- στρογγυλά φωνήεντα ― strongylá foníenta ― rounded vowels
Declension
Declension of στρογγυλός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | στρογγυλός • | στρογγυλή • | στρογγυλό • | στρογγυλοί • | στρογγυλές • | στρογγυλά • |
genitive | στρογγυλού • | στρογγυλής • | στρογγυλού • | στρογγυλών • | στρογγυλών • | στρογγυλών • |
accusative | στρογγυλό • | στρογγυλή • | στρογγυλό • | στρογγυλούς • | στρογγυλές • | στρογγυλά • |
vocative | στρογγυλέ • | στρογγυλή • | στρογγυλό • | στρογγυλοί • | στρογγυλές • | στρογγυλά • |
Derived terms
- αστρόγγυλος (astróngylos)
Further reading
- στρογγυλός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.