στοιχειωμένος
Greek
Etymology
Perfect participle of στοιχειώνομαι (stoicheiónomai), passive voice of στοιχειώνω (stoicheióno, “haunt”)
Pronunciation
- IPA(key): /sti.çoˈme.nos/ with synizesis of -χειω-
- Hyphenation: στοι‧χειω‧μέ‧νος
Participle
στοιχειωμένος • (stoicheioménos) m (feminine στοιχειωμένη, neuter στοιχειωμένο)
Declension
Declension of στοιχειωμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | στοιχειωμένος • | στοιχειωμένη • | στοιχειωμένο • | στοιχειωμένοι • | στοιχειωμένες • | στοιχειωμένα • |
genitive | στοιχειωμένου • | στοιχειωμένης • | στοιχειωμένου • | στοιχειωμένων • | στοιχειωμένων • | στοιχειωμένων • |
accusative | στοιχειωμένο • | στοιχειωμένη • | στοιχειωμένο • | στοιχειωμένους • | στοιχειωμένες • | στοιχειωμένα • |
vocative | στοιχειωμένε • | στοιχειωμένη • | στοιχειωμένο • | στοιχειωμένοι • | στοιχειωμένες • | στοιχειωμένα • |
Related terms
- στοιχειό n (stoicheió, “ghost”)
- στοιχειώνω (stoicheióno, “to haunt”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.