στηθοσκόπιο
Greek
Etymology
Learned borrowing from French stéthoscope,[1] from Ancient Greek στῆθος (stêthos, “breast”) + σκοπέω (skopéō, “look at”).
Pronunciation
- IPA(key): /sti.θoˈsko.pi.o/
- Hyphenation: στη‧θο‧σκό‧πι‧ο
Declension
declension of στηθοσκόπιο
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | στηθοσκόπιο • | στηθοσκόπια • |
genitive | στηθοσκόπιου • | στηθοσκόπιων • |
accusative | στηθοσκόπιο • | στηθοσκόπια • |
vocative | στηθοσκόπιο • | στηθοσκόπια • |
Related terms
- στηθοσκόπηση f (stithoskópisi, “stethoscopy”)
References
- στηθοσκόπιο - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
Further reading
- στηθοσκόπιο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.