στατικός

Ancient Greek

Etymology

From ἵστημι (hístēmi, to stand) + -ικός (-ikós).

Pronunciation

 

Adjective

στᾰτῐκός • (statikós) m (feminine στᾰτῐκή, neuter στᾰτῐκόν); first/second declension

  1. causing to stand, coming to a standstill, rest

Inflection

  • ἀνταποκαταστατικός (antapokatastatikós)
  • ἀντιστατικός (antistatikós)
  • ἀποκαταστατικός (apokatastatikós)
  • ἀποστατικός (apostatikós)
  • διαστατικός (diastatikós)
  • ἐκστατικός (ekstatikós)
  • ἐνστατικός (enstatikós)
  • ἐπιστατικός (epistatikós)
  • καταστατικός (katastatikós)
  • κατεξαναστατικός (katexanastatikós)
  • μεταστατικός (metastatikós)
  • παραστατικός (parastatikós)
  • περιστατικός (peristatikós)
  • προκαταστατικός (prokatastatikós)
  • προστατικός (prostatikós)
  • συστατικός (sustatikós)
  • ὑποστατικός (hupostatikós)
  • χοροστατικός (khorostatikós)

Further reading

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.