σταθεροποίηση
Greek
Noun
σταθεροποίηση • (statheropoíisi) f (plural σταθεροποιήσεις)
- stabilisation (UK), stabilization (US)
- Antonym: αποσταθεροποίηση (apostatheropoíisi)
Declension
declension of σταθεροποίηση
case \ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | σταθεροποίηση • | σταθεροποιήσεις • | |
genitive | σταθεροποίησης • | σταθεροποιήσεων • | |
accusative | σταθεροποίηση • | σταθεροποιήσεις • | |
vocative | σταθεροποίηση • | σταθεροποιήσεις • | |
Older or formal genitive singular: σταθεροποιήσεως • |
Related terms
- see: σταθεροποιώ (statheropoió, “to stabilise”)
Further reading
- σταθεροποίηση - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.