σπονδυλικός
Greek
Adjective
σπονδυλικός • (spondylikós) m (feminine σπονδυλική, neuter σπονδυλικό)
Declension
Declension of σπονδυλικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σπονδυλικός • | σπονδυλική • | σπονδυλικό • | σπονδυλικοί • | σπονδυλικές • | σπονδυλικά • |
genitive | σπονδυλικού • | σπονδυλικής • | σπονδυλικού • | σπονδυλικών • | σπονδυλικών • | σπονδυλικών • |
accusative | σπονδυλικό • | σπονδυλική • | σπονδυλικό • | σπονδυλικούς • | σπονδυλικές • | σπονδυλικά • |
vocative | σπονδυλικέ • | σπονδυλική • | σπονδυλικό • | σπονδυλικοί • | σπονδυλικές • | σπονδυλικά • |
Related terms
- see: σπόνδυλος m (spóndylos, “vertebra”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.