σλοβενικός
See also: σλοβένικος
Greek
Alternative forms
- (Katharevousa) σλοβένικος (slovénikos)
Declension
Declension of σλοβενικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σλοβενικός • | σλοβενική • | σλοβενικό • | σλοβενικοί • | σλοβενικές • | σλοβενικά • |
genitive | σλοβενικού • | σλοβενικής • | σλοβενικού • | σλοβενικών • | σλοβενικών • | σλοβενικών • |
accusative | σλοβενικό • | σλοβενική • | σλοβενικό • | σλοβενικούς • | σλοβενικές • | σλοβενικά • |
vocative | σλοβενικέ • | σλοβενική • | σλοβενικό • | σλοβενικοί • | σλοβενικές • | σλοβενικά • |
Related terms
- see: Σλοβενία f (Slovenía, “Slovenia”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.