πρόβειος
Greek
Alternative forms
- πρόβιος (próvios)
Adjective
Declension
Declension of πρόβειος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πρόβειος • | πρόβεια • | πρόβειο • | πρόβειοι • | πρόβειες • | πρόβεια • |
genitive | πρόβειου • | πρόβειας • | πρόβειου • | πρόβειων • | πρόβειων • | πρόβειων • |
accusative | πρόβειο • | πρόβεια • | πρόβειο • | πρόβειους • | πρόβειες • | πρόβεια • |
vocative | πρόβειε • | πρόβεια • | πρόβειο • | πρόβειοι • | πρόβειες • | πρόβεια • |
Coordinate terms
- see: πρόβατο n (próvato, “sheep”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.