προγαμιαίος
Greek
Adjective
προγαμιαίος • (progamiaíos) m (feminine προγαμιαία, neuter προγαμιαίο)
- (marriage) premarriage, premarital
- προγαμιαία συμφωνία ― progamiaía symfonía ― prenuptial agreement
Declension
Declension of προγαμιαίος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προγαμιαίος • | προγαμιαία • | προγαμιαίο • | προγαμιαίοι • | προγαμιαίες • | προγαμιαία • |
genitive | προγαμιαίου • | προγαμιαίας • | προγαμιαίου • | προγαμιαίων • | προγαμιαίων • | προγαμιαίων • |
accusative | προγαμιαίο • | προγαμιαία • | προγαμιαίο • | προγαμιαίους • | προγαμιαίες • | προγαμιαία • |
vocative | προγαμιαίε • | προγαμιαία • | προγαμιαίο • | προγαμιαίοι • | προγαμιαίες • | προγαμιαία • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.