πονέω

Ancient Greek

Etymology

πόνος (pónos) + -έω (-éō)

Pronunciation

 

Verb

πονέω • (ponéō)

  1. (in older Greek exclusively middle voice) to toil, labor, work

Conjugation

Derived terms

  • ἀμφιπονέομαι (amphiponéomai)
  • ἀποπονέω (apoponéō)
  • γεωπονέω (geōponéō)
  • γηπονέω (gēponéō)
  • διαπονέω (diaponéō)
  • διεκπονέω (diekponéō)
  • ἐκπονέω (ekponéō)
  • ἐμπονέω (emponéō)
  • ἐπιπονέω (epiponéō)
  • ζωπονέω (zōponéō)
  • καταπονέω (kataponéō)
  • ματαιοπονέω (mataioponéō)
  • μισοπονέω (misoponéō)
  • μοροπονέω (moroponéō)
  • ὀφθαλμοπονέω (ophthalmoponéō)
  • περιπονέω (periponéō)
  • πονηρός (ponērós)
  • προεκπονέω (proekponéō)
  • προκαταπονέω (prokataponéō)
  • προπονέω (proponéō)
  • προσεκπονέω (prosekponéō)
  • προσεμπονέω (prosemponéō)
  • προσεπιπονέω (prosepiponéō)
  • προσφιλοπονέω (prosphiloponéō)
  • σιτοπονέω (sitoponéō)
  • συγχειροπονέω (sunkheiroponéō)
  • συμπονέω (sumponéō)
  • συνδιαπονέω (sundiaponéō)
  • συνεκπονέω (sunekponéō)
  • συνεπιπονέω (sunepiponéō)
  • συνεργοπονέω (sunergoponéō)
  • ὑπεκπονέω (hupekponéō)
  • ὑπερπονέω (huperponéō)
  • ὑποπονέω (hupoponéō)
  • φερεπονέω (phereponéō)
  • φιλοπονέω (philoponéō)

Further reading

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.