πολυώνυμο
Greek
Noun
πολυώνυμο
• (
polyónymo
)
n
(
plural
πολυώνυμα
)
(
mathematics
)
polynomial
Declension
declension of πολυώνυμο
case
\
number
singular
plural
nominative
πολυώνυμο
•
πολυώνυμα
•
genitive
πολυωνύμου
•
,
πολυώνυμου
•
πολυωνύμων
•
accusative
πολυώνυμο
•
πολυώνυμα
•
vocative
πολυώνυμο
•
πολυώνυμα
•
Further reading
πολυώνυμο
on the Greek Wikipedia.
Wikipedia
el
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.