πολυμορφισμός
Greek
Noun
πολυμορφισμός • (polymorfismós) m (plural πολυμορφισμοί)
Declension
declension of πολυμορφισμός
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | πολυμορφισμός • | πολυμορφισμοί • |
genitive | πολυμορφισμού • | πολυμορφισμών • |
accusative | πολυμορφισμό • | πολυμορφισμούς • |
vocative | πολυμορφισμέ • | πολυμορφισμοί • |
Further reading
- Πολύμορφο σώμα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- πολυμορφισμός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.