πιστοποιητικό
Greek
Declension
declension of πιστοποιητικό
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | πιστοποιητικό • | πιστοποιητικά • |
genitive | πιστοποιητικού • | πιστοποιητικών • |
accusative | πιστοποιητικό • | πιστοποιητικά • |
vocative | πιστοποιητικό • | πιστοποιητικά • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.