περιποίηση
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /pe.ɾiˈpi.i.si/
- Hyphenation: πε‧ρι‧ποί‧η‧ση
Noun
περιποίηση • (peripoíisi) f (plural περιποιήσεις)
- looking after, care, attention, treatment
- Η περιποίηση ομορφιάς για ένα λείο δέρμα.
- I peripoíisi omorfiás gia éna leío dérma.
- Beauty treatment for a smooth skin.
Declension
declension of περιποίηση
case \ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | περιποίηση • | περιποιήσεις • | |
genitive | περιποίησης • | περιποιήσεων • | |
accusative | περιποίηση • | περιποιήσεις • | |
vocative | περιποίηση • | περιποιήσεις • | |
Older or formal genitive singular: περιποιήσεως • |
Related terms
- see: περιποιούμαι (peripoioúmai, “take care of”), περί (perí) & ποίηση (poíisi), ποιώ (poió)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.