περιμετρικός
Greek
Declension
Declension of περιμετρικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | περιμετρικός • | περιμετρική • | περιμετρικό • | περιμετρικοί • | περιμετρικές • | περιμετρικά • |
genitive | περιμετρικού • | περιμετρικής • | περιμετρικού • | περιμετρικών • | περιμετρικών • | περιμετρικών • |
accusative | περιμετρικό • | περιμετρική • | περιμετρικό • | περιμετρικούς • | περιμετρικές • | περιμετρικά • |
vocative | περιμετρικέ • | περιμετρική • | περιμετρικό • | περιμετρικοί • | περιμετρικές • | περιμετρικά • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.